Κρομμυῶνος

Κρομμυῶνος
Κρομμυών
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φαιός — ά, ό / φαιός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ή Ν 1. (ιδίως για το χρώμα τού λυκαυγούς ή τού λυκόφωτος) αυτός που έχει χρώμα μεταξύ λευκού και μαύρου, σκούρος, μουντός 2. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Φαιά μυθ. αγριόχοιρος που λυμαινόταν την περιοχή τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”